προσείοντες

προσείοντες
προσεάω
suffer to go further
pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic)
προσείω
hold out and shake
fut part act masc nom/voc pl (epic)
προσείω
hold out and shake
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • προσείω — Α [σείω] 1. κουνώ κάτι απειλητικά μπροστά σε κάποιον άλλο («τί μοι προσείων χεῑρα σημαίνεις φόνον;», Ευρ.) 2. κρατώ κάτι και το κουνώ μπροστά από κάποιον (α. «ὥσπερ γὰρ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι», Πλάτ. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”